Умеющий στα ελληνικά

Μετάφραση: умеющий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
Умеющий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бейсбол στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, μπέιζμπολ, του μπέιζμπολ, baseball, το μπέιζμπολ
  • гипотетичный στα ελληνικά - εικαστικός, υποθετικός, ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ, υποθετική, υποθετικό, υποθετικά
  • деться στα ελληνικά - πηγαίνω, εξαφανίζομαι, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
  • доброкачественный στα ελληνικά - καλός, αγαθός, φωνή, γερός, επαινετός, ήπιος, ήχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Умеющий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί