Умудряться στα ελληνικά
Μετάφραση: умудряться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, εφευρίσκω, διευθύνω, επινοώ, μηχανεύομαι, contrive
Μεταφράσεις
- астроном στα ελληνικά - αστρονόμος, αστρονόμο, αστρονόμου, ο αστρονόμος, τον αστρονόμο
- балагур στα ελληνικά - γελωτοποιός, τζόκερ, Joker, πλακατζής, το Joker
- воображение στα ελληνικά - γουστάρω, γούστο, όραση, ιδέα, προτίμηση, φανταστικός, όραμα, ...
- грандиозный στα ελληνικά - πελώριος, κολοσσιαίος, σπουδαίος, δυνατός, τεράστιος, λαμπρός, μεγάλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Умудряться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, εφευρίσκω, διευθύνω, επινοώ, μηχανεύομαι, contrive
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, εφευρίσκω, διευθύνω, επινοώ, μηχανεύομαι, contrive