Умыкнуть στα ελληνικά

Μετάφραση: умыкнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απάγω, καταδότης, καρφί, χαφιές, ρουφιάνος, snitch
Умыкнуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бацилла στα ελληνικά - βακτήριο, μικρόβιο, βακίλλος, βάκιλο, βάκιλος
  • безоглядный στα ελληνικά - ριψοκίνδυνος, παράτολμος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
  • вегетативный στα ελληνικά - αγενούς, φυτική, βλαστικό, βλαστική, βλαστικής
  • верба στα ελληνικά - ιτιά, μουνί, μουνάκι, το μουνί, γάτα, μουνί της
Τυχαίες λέξεις
Умыкнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απάγω, καταδότης, καρφί, χαφιές, ρουφιάνος, snitch