Униженность στα ελληνικά
Μετάφραση: униженность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταπεινοφροσύνη, αθλιότητα, ταπείνωση, καταντία, εξαθλίωση, την εξαθλίωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вера στα ελληνικά - πίστωση, αποδοχή, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, πίστη, πίστης, την πίστη, ...
- взволнованно στα ελληνικά - αναστατωμένα, ενθουσιασμό, με ενθουσιασμό, πάθος, ενθουσιασμένη
- делец στα ελληνικά - πόλη, χειριστής, έμπορος, επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
- завестись στα ελληνικά - φαίνομαι, διαφαίνομαι, αποκτώ, εμφανίζομαι, παίρνω, εκκίνηση του κινητήρα, την εκκίνηση του κινητήρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Униженность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταπεινοφροσύνη, αθλιότητα, ταπείνωση, καταντία, εξαθλίωση, την εξαθλίωση
Μεταφράσεις: ταπεινοφροσύνη, αθλιότητα, ταπείνωση, καταντία, εξαθλίωση, την εξαθλίωση