Уникальность στα ελληνικά
Μετάφραση: уникальность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτοτυπία, μοναδικότητα, μοναδικότητας, μοναδικότητά, τη μοναδικότητα, τη μοναδικότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безуспешный στα ελληνικά - ανεπιτυχής, ηττηθείς, ανεπιτυχείς, ανεπιτυχή, ηττήθηκε
- вычет στα ελληνικά - έκπτωση, αφαίρεση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως
- гневить στα ελληνικά - θυμός, οργή, φούρκα, θυμό, θυμού, το θυμό
- груша στα ελληνικά - βολβός, απίδι, αχλάδι, γλόμπος, αχλαδιού, αχλαδιών, αχλάδια, ...
Τυχαίες λέξεις
Уникальность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτοτυπία, μοναδικότητα, μοναδικότητας, μοναδικότητά, τη μοναδικότητα, τη μοναδικότητά
Μεταφράσεις: πρωτοτυπία, μοναδικότητα, μοναδικότητας, μοναδικότητά, τη μοναδικότητα, τη μοναδικότητά