Уникальный στα ελληνικά

Μετάφραση: уникальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάνιος, μοναδικός, εξαιρετικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές
Уникальный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесструктурный στα ελληνικά - structureless, χωρίς δομή, έχει δομή, μην έχει δομή
  • блеснуть στα ελληνικά - ματιά, αναλαμπή, φλας, λάμπω, Flash, λάμψης, το Flash, ...
  • вымыть στα ελληνικά - πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
  • двоежёнец στα ελληνικά - διγαμία, dvoezhёnets
Τυχαίες λέξεις
Уникальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάνιος, μοναδικός, εξαιρετικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές