Унимать στα ελληνικά

Μετάφραση: унимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νηνεμία, ήσυχος, ησυχασμός, ήρεμος, καταπραΰνω, Unimat
Унимать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • борный στα ελληνικά - βορικός, βορικό, βορικού, το βορικό, του βορικού
  • бубенец στα ελληνικά - Bubenec
  • буг στα ελληνικά - μαμούδι, ζουζούνι, έντομο, μικρόβιο, bug, σφαλμάτων, Σφάλμα
  • доноситься στα ελληνικά - γερός, χαιρετίζω, ήχος, φτάνω, παίρνω, αποκτώ, χαιρετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Унимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νηνεμία, ήσυχος, ησυχασμός, ήρεμος, καταπραΰνω, Unimat