Унывать στα ελληνικά
Μετάφραση: унывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετανιώνω, υφή, θρηνώ, λύπη, πενθώ, νιώθω, θλίβομαι, αισθάνομαι, λυπάμαι, despond
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асиндетон στα ελληνικά - ασύνδετο
- выполнить στα ελληνικά - άφεση, πραγματοποιώ, εκπληρώνω, εργαλείο, εκροή, απολύω, υλοποιώ, ...
- грохотить στα ελληνικά - αφηνιάζω, γρίφος, εξετάζω, κοσκινίζω, grohotit
- джонни στα ελληνικά - Johnny, Τζόνι, Ο Johnny, του Johnny, τον Johnny
Τυχαίες λέξεις
Унывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετανιώνω, υφή, θρηνώ, λύπη, πενθώ, νιώθω, θλίβομαι, αισθάνομαι, λυπάμαι, despond
Μεταφράσεις: μετανιώνω, υφή, θρηνώ, λύπη, πενθώ, νιώθω, θλίβομαι, αισθάνομαι, λυπάμαι, despond