Уполномоченный στα ελληνικά
Μετάφραση: уполномоченный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιπροσωπευτικός, αντιπρόσωπος, παραστατικός, συνήγορος, παραγγελιοδόχος, δικηγόρος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всемогущество στα ελληνικά - παντοδυναμία, παντοδυναμίας, την παντοδυναμία, της παντοδυναμίας, παντοδυναμία του
- высеченный στα ελληνικά - λαξευμένα, πελεκητή, λαξευμένους, λαξευτές, πελεκητές
- дребезжать στα ελληνικά - τρίζω, φλυαρώ, βαζάκι, κουδουνίζω, κροταλίζω, τραντάζω, κουδουνίστρα, ...
- дубликат στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, συμφωνώ, αντίγραφο, ομόλογος, διπλασιάζω, τενόρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Уполномоченный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιπροσωπευτικός, αντιπρόσωπος, παραστατικός, συνήγορος, παραγγελιοδόχος, δικηγόρος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Μεταφράσεις: αντιπροσωπευτικός, αντιπρόσωπος, παραστατικός, συνήγορος, παραγγελιοδόχος, δικηγόρος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί