Упрек στα ελληνικά

Μετάφραση: упрек, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπληξη, κατσαδιάζω, επιπλήττω, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
Упрек στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бомбоубежище στα ελληνικά - καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
  • вблизи στα ελληνικά - κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, κοντινός, γύρω, γύρω από, ...
  • выгрузка στα ελληνικά - απολύω, εκροή, εκπυρσοκρότηση, άφεση, εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, ...
  • длительность στα ελληνικά - διάρκεια, μήκος, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
Τυχαίες λέξεις
Упрек στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπληξη, κατσαδιάζω, επιπλήττω, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει