Упрекать στα ελληνικά
Μετάφραση: упрекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακρίνω, επιτιμώ, επίπληξη, μαλώνω, τσιμπώ, επικρίνω, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антифашист στα ελληνικά - αντι, κατά, καταπολέμηση, anti, την καταπολέμηση
- баян στα ελληνικά - ακορντεόν, ακκορντεόν, το ακορντεόν, ακκορντέον
- добавление στα ελληνικά - παράρτημα, συμπλήρωμα, συμπληρώνω, προσάρτημα, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, ...
- дудник στα ελληνικά - αγγελική, Angelica, αγγελικής, αγγέλικας, Αντζέλικα
Τυχαίες λέξεις
Упрекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακρίνω, επιτιμώ, επίπληξη, μαλώνω, τσιμπώ, επικρίνω, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
Μεταφράσεις: κατακρίνω, επιτιμώ, επίπληξη, μαλώνω, τσιμπώ, επικρίνω, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει