Уродливость στα ελληνικά
Μετάφραση: уродливость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραμόρφωση, ασχημία, ασχήμια, την ασχήμια, ασχήμιας, ασκήμια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- винтовка στα ελληνικά - τουφέκι, καραμπίνα, όπλο, τυφέκιο, το όπλο, όπλου
- возмещать στα ελληνικά - αποκαθιστώ, παροχή, αναστηλώνω, χορήγηση, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, ...
- деловитый στα ελληνικά - μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
- дуралей στα ελληνικά - βλάκας, ντοπάρω, μπούφος, booby, γκαφατζών, είχαν στηθεί
Τυχαίες λέξεις
Уродливость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραμόρφωση, ασχημία, ασχήμια, την ασχήμια, ασχήμιας, ασκήμια
Μεταφράσεις: παραμόρφωση, ασχημία, ασχήμια, την ασχήμια, ασχήμιας, ασκήμια