Урочный στα ελληνικά

Μετάφραση: урочный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεκριμένος, σίγουρος, ακριβής, βέβαιος, ακριβολόγος, σαφής, οριστικός, ο διορισμένος, διορισμένος, η καθορισμένη, ο ορισθείς, το ορισθέν
Урочный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адаптировать στα ελληνικά - διασκευάζω, προσαρμόζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
  • безграмотный στα ελληνικά - ελαττωματικός, αναλφάβητος, αγράμματος, αναλφάβητοι, αναλφάβητους, αναλφάβητο
  • гамета στα ελληνικά - γαμέτη, γαμετών, των γαμετών, γαμέτης, gamete
  • дыба στα ελληνικά - μέγγενη, βασανιστήριο, ράφι, σχάρα, rack, βασανίσει, ραφιών
Τυχαίες λέξεις
Урочный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, σίγουρος, ακριβής, βέβαιος, ακριβολόγος, σαφής, οριστικός, ο διορισμένος, διορισμένος, η καθορισμένη, ο ορισθείς, το ορισθέν