Усиленный στα ελληνικά

Μετάφραση: усиленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόλογος, έντονος, εντατικός, ουσιαστικός, στερεός, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ενισχυμένη, ενισχύεται, οπλισμένο
Усиленный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • властный στα ελληνικά - επιτακτικός, αυταρχικός, επιβλητικός, αλαζονικός, αυτοκρατορικός, έγκυρος, ισχυρός, ...
  • вякать στα ελληνικά - blather
  • действительный στα ελληνικά - φωνή, αληθινός, διαθέσιμος, αγαθός, γερός, καλός, πρακτικός, ...
  • душевнобольной στα ελληνικά - μανιακός, παράφρων, τρελό, τρελός, παράφρονες, παράλογη
Τυχαίες λέξεις
Усиленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόλογος, έντονος, εντατικός, ουσιαστικός, στερεός, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ενισχυμένη, ενισχύεται, οπλισμένο