Ускорить στα ελληνικά
Μετάφραση: ускорить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνω, πετάλι, πετάλιο, επιταχύνω, ενισχύω, ανεβάζω, σπεύδω, επισπεύδω, επιταχύνει, επιταχύνουν, επιταχυνθεί, να επιταχύνει, την επιτάχυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альбом στα ελληνικά - λεύκωμα, δίσκος, άλμπουμ, album, ξενοδοχειου, δίσκο
- гнильца στα ελληνικά - σηψιγονία, σηψιγονίας, foulbrood
- голубь στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριών, περιστερώνα, περιστεριού, περιστεριώνες
- завоевывать στα ελληνικά - κατακτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Τυχαίες λέξεις
Ускорить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνω, πετάλι, πετάλιο, επιταχύνω, ενισχύω, ανεβάζω, σπεύδω, επισπεύδω, επιταχύνει, επιταχύνουν, επιταχυνθεί, να επιταχύνει, την επιτάχυνση
Μεταφράσεις: αυξάνω, πετάλι, πετάλιο, επιταχύνω, ενισχύω, ανεβάζω, σπεύδω, επισπεύδω, επιταχύνει, επιταχύνουν, επιταχυνθεί, να επιταχύνει, την επιτάχυνση