Успокаиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: успокаиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειώνω, κοπάζω, ησυχάσουν, εγκατασταθούν, κατακάθονται, ηρεμήσει, κατακαθίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антропология στα ελληνικά - ανθρωπολογία, Ανθρωπολογίας, την ανθρωπολογία, της ανθρωπολογίας, Ανθρωπολογικού
- вольноотпущенник στα ελληνικά - Freedman, απελεύθερος, απελεύθερο, απελεύθερου, Φρίντμαν
- вращение στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλώ, ψωμάκι, στριφογύρισμα, περιστροφή, περιστροφής, την περιστροφή, ...
- грустить στα ελληνικά - θρηνώ, μετανιώνω, πενθώ, λύπη, θλίβομαι, λυπάμαι, λυπημένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Успокаиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειώνω, κοπάζω, ησυχάσουν, εγκατασταθούν, κατακάθονται, ηρεμήσει, κατακαθίσει
Μεταφράσεις: μειώνω, κοπάζω, ησυχάσουν, εγκατασταθούν, κατακάθονται, ηρεμήσει, κατακαθίσει