Успокоить στα ελληνικά

Μετάφραση: успокоить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κιμάς, καθησυχάζω, νηνεμία, κατευνάζω, ησυχασμός, παρηγορώ, ήρεμος, καταπραΰνω, ήσυχος, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν
Успокоить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • внесенный στα ελληνικά - εισέλθει, τέθηκε, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε
  • вторник στα ελληνικά - Τρίτη, την Τρίτη, της Τρίτης, Τρίτης
  • вычищать στα ελληνικά - καθαρίζω, ζιζάνιο, καθαρός, μαδώ, καθαρίσει έξω, καθαρίσετε, καθαρίσει, ...
  • ежевика στα ελληνικά - βάτος, βατόμουρα, τα βατόμουρα, μούρα, βατόμουρων, βατόμουρο
Τυχαίες λέξεις
Успокоить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κιμάς, καθησυχάζω, νηνεμία, κατευνάζω, ησυχασμός, παρηγορώ, ήρεμος, καταπραΰνω, ήσυχος, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν