Усталь στα ελληνικά

Μετάφραση: усталь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, κόπωση, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Усталь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ветхий στα ελληνικά - ακατάστατος, παλαιός, γέρικος, γέρος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ...
  • водоспуск στα ελληνικά - φράγμα, υδατοφράκτη, πόρτα υδροφράκτη
  • вылущение στα ελληνικά - εκρίζωση, εξάλειψή, εξαφάνισή
  • жертва στα ελληνικά - σάρκα, κρέας, βαθμός, σημαίνω, θυσιάζω, σημειώνω, θύμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Усталь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, κόπωση, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης