Установившийся στα ελληνικά
Μετάφραση: установившийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στάβλος, συνεχής, σταθερός, αδιάκοπος, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
Μεταφράσεις
- беспощадность στα ελληνικά - ασπλαχνιά, σκληρότητα, στυγνό χαρακτήρα, στυγνό, ασπλαχνία
- вкривь στα ελληνικά - λανθασμένος, λοξά, λοξός, στραβά, λανθασμένα, τυχαία, σε τυχαία, ...
- впоследствии στα ελληνικά - έπειτα, μετά, μεταγενέστερα, κατόπιν, αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, ...
- графинчик στα ελληνικά - ξυδιέρα, φιάλη όξους, λαδιέρα, φιάλη ελαίου
Τυχαίες λέξεις
Установившийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στάβλος, συνεχής, σταθερός, αδιάκοπος, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
Μεταφράσεις: στάβλος, συνεχής, σταθερός, αδιάκοπος, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά