Устаревший στα ελληνικά
Μετάφραση: устаревший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαγιάτικος, αρχαίος, ντεμοντέ, πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккуратность στα ελληνικά - συνέπεια, ακριβολογία, ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
- бездумный στα ελληνικά - απερίσκεπτος, ανυπολόγιστος, απερίσκεπτα, άκριτη, απερίσκεπτης, χωρίς περίσκεψη
- божий στα ελληνικά - θεϊκός, θεσπέσιος, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
- верховенство στα ελληνικά - ηγεμονία, ηγεσία, κυριαρχία, υπεροχή, υπεροχής, την υπεροχή, κυριαρχίας
Τυχαίες λέξεις
Устаревший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαγιάτικος, αρχαίος, ντεμοντέ, πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
Μεταφράσεις: μπαγιάτικος, αρχαίος, ντεμοντέ, πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου