Αρχαίος στα ρωσικά
Μετάφραση: αρχαίος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
устарелый, устаревший, архаический, древний, древняя, древней, древние, древнее
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαίος
αρχαίος αργαλειός, αρχαίος δήμος της αττικής, αρχαίος έλληνας ανθοπώλης από την αθήνα, αρχαίος αττικός δήμος, αρχαίος ναός, αρχαίος λεξικό γλώσσας ρωσικά, αρχαίος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αρχή στα ρωσικά - вздрагивание, отправление, заступать, пуск, коробиться, принцип, приступ, ...
- αρχίζω στα ρωσικά - начинать, заболеть, зашипеть, пуск, замычать, предпринимать, рвануть, ...
- αρχαιολογία στα ρωσικά - археология, археологии, археологию, археологией
- αρχαιολογικός στα ρωσικά - археологический, археологические, археологических, археологическая, археологического
Τυχαίες λέξεις
Αρχαίος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: устарелый, устаревший, архаический, древний, древняя, древней, древние, древнее
Μεταφράσεις: устарелый, устаревший, архаический, древний, древняя, древней, древние, древнее