Устой στα ελληνικά
Μετάφραση: устой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόλος, στοίβα, θεμέλιο, στοιβάζω, ίδρυση, σωρός, αποβάθρα, ίδρυμα, βάθρο, στοιβάδα, στήριγμα, στήριξης, στηρίξεως, αντερείσματος, συναρμογής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- быстрый στα ελληνικά - σβέλτος, γρήγορα, φωτίζω, εσπευσμένος, εύστροφος, φωτερός, βιαστικός, ...
- дефинитивный στα ελληνικά - οριστικός, οριστικού, οριστική, οριστικό, οριστικών
- дофин στα ελληνικά - δελφίνος, Dauphin, δελφίνου, δελφίνο, τίτλος των πρωτότοκων υιών των βασιλέων της γαλλίας
- дубить στα ελληνικά - καφετί, βυρσοδεψώ, μαυρίζω, φλοιός, μαύρισμα, tan, αχυρόχρωμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Устой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόλος, στοίβα, θεμέλιο, στοιβάζω, ίδρυση, σωρός, αποβάθρα, ίδρυμα, βάθρο, στοιβάδα, στήριγμα, στήριξης, στηρίξεως, αντερείσματος, συναρμογής
Μεταφράσεις: μόλος, στοίβα, θεμέλιο, στοιβάζω, ίδρυση, σωρός, αποβάθρα, ίδρυμα, βάθρο, στοιβάδα, στήριγμα, στήριξης, στηρίξεως, αντερείσματος, συναρμογής