Усыпать στα ελληνικά
Μετάφραση: усыпать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκορπίζω, κουμπί, σκορπίζω, καρφί, πιπέρι, πιπεριά, διασκορπίζομαι, πασπαλίζω, πούδρα, διασπείρω, ιπποτροφείο, επιπάσσω, στρώνω, strew, σκορπίσει, σκορπίζουν τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесперспективный στα ελληνικά - μελλοντικός, απελπισμένος, μη ενθαρρυντικός, αντίξοες συνθήκες, ελάχιστα ελπιδοφόρες, λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, δυσοίωνο
- германский στα ελληνικά - Γερμανός, γερμανικός, γερμανική, Γερμανικά, γερμανικό
- дельный στα ελληνικά - πειθήνιος, αποδοτικός, απασχολημένος, αποτελεσματικός, πρακτικός, επιτήδειος, ικανός, ...
- джаггернаут στα ελληνικά - τριαξονικό, juggernaut, μεγαθήριο, κολοσσό, λαίλαπας
Τυχαίες λέξεις
Усыпать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκορπίζω, κουμπί, σκορπίζω, καρφί, πιπέρι, πιπεριά, διασκορπίζομαι, πασπαλίζω, πούδρα, διασπείρω, ιπποτροφείο, επιπάσσω, στρώνω, strew, σκορπίσει, σκορπίζουν τα
Μεταφράσεις: διασκορπίζω, κουμπί, σκορπίζω, καρφί, πιπέρι, πιπεριά, διασκορπίζομαι, πασπαλίζω, πούδρα, διασπείρω, ιπποτροφείο, επιπάσσω, στρώνω, strew, σκορπίσει, σκορπίζουν τα