Λέξη: ουίσκι

Σχετικές λέξεις: ουίσκι

ουίσκι μαλτ, ουίσκι τιμη, ουίσκι μάρκες, ουίσκι τζιν και φρούμελ, ουίσκι τιμές, ουίσκι θερμίδες, ουίσκι συστατικά, ουίσκι μπέρμπον, ουίσκι haig, ουίσκι παρασκευή

Συνώνυμα: ουίσκι

scotch, σκωτική διάλεκτος, σκωτικό ουίσκυ

Μεταφράσεις: ουίσκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scotch, whiskey, whiskeys, of whiskey, Whisky
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
whisky, el whisky, de whisky, whiskey, whisky de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schottisch, durchkreuzen, Whisky, Whiskey, Whiskys
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déjouer, écossais, couper, whisky, le whisky, whiskey, du whisky, de whisky
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
whisky, whiskey, di whisky, il whisky, del whisky
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
uísque, whisky, whiskey, de uísque, o uísque
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
whisky, whiskey, wisky
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подавлять, ранить, калечить, обезвреживать, черта, шотландка, сдерживать, тормозить, надрез, виски
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
whisky, whiskey, whiskyen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
whisky, whiskey, whiskyn
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilata, viski, viskiä, viskin, whisky, whiskey
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
whisky, whiskey
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zastavit, zmařit, whisky, whiskey, whiska, na whisky
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nacinać, nacięcie, szkocki, udaremniać, whisky, whiskey
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fékpofa, rovátka, támasztóék, skóciai, féktuskó, bevágás, whisky, whiskey, whiskyt, a whisky, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
viski, whisky, whiskey, viskisi, bir viski
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нівечити, шотландці, риса, калічити, віскі, скроні
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
uiski, whisky, viski, uiskit, e uiski
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уиски, уискито, на уиски
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
віскі, скроні
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tugikiil, viski, whisky, viskit, whiskey, viski valmistamiseks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raniti, urez, biljeg, rez, klin, viski, viskija, whisky, whiskey
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viskí, Whiskey
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viskis, whiskey, viskio, viskiai, whisky
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viskijs, whiskey, viskiju, viskija
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
виски, вискито, на виски
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
whisky, whiskey, de whisky
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zastavit, whiskey, whisky, viski, viskija
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
whisky, whiskey

Στατιστικά δημοτικότητας: ουίσκι

Τυχαίες λέξεις