Утаивать στα ελληνικά

Μετάφραση: утаивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρύβομαι, κρύβω, απόθεμα, κομπόδεμα, μάσκα, παρακρατώ, προσωπείο, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί
Утаивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гуманный στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
  • дифтерия στα ελληνικά - διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
  • дрянь στα ελληνικά - κουνάβι, βόρβορος, βρομιά, πατσάς, κοπριά, σκουπίδια, απορριμμάτων, ...
  • желудок στα ελληνικά - στομάχι, στομάχου, του στομάχου, το στομάχι, στο στομάχι
Τυχαίες λέξεις
Утаивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρύβομαι, κρύβω, απόθεμα, κομπόδεμα, μάσκα, παρακρατώ, προσωπείο, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί