Утвердительный στα ελληνικά
Μετάφραση: утвердительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θετικός, κατηγορηματικός, καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση
Μεταφράσεις
- бычок στα ελληνικά - καθοδηγώ, Goby, Μαυρογωβιός, γοβιούς, τους γοβιούς, είναι γοβιούς
- высокогорный στα ελληνικά - βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
- голенище στα ελληνικά - bootleg, λαθρεμπορικό, πειρατικών, λαθρεμπορικές, λαθρεμπορικός
- груженый στα ελληνικά - φορτωμένος, φορτωμένο, έμφορτου οχήματος, με φορτίο, έμφορτο
Τυχαίες λέξεις
Утвердительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θετικός, κατηγορηματικός, καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση
Μεταφράσεις: θετικός, κατηγορηματικός, καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση