Утешать στα ελληνικά
Μετάφραση: утешать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρηγορώ, καταπραΰνω, παρηγοριά, καθησυχάζω, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
Μεταφράσεις
- безработица στα ελληνικά - ανεργία, ανεργίας, της ανεργίας, η ανεργία, την ανεργία
- благоухание στα ελληνικά - οσμή, άρωμα, ευωδιά, αρώματος, αρωμάτων, αρώματα
- горка στα ελληνικά - τούρλα, περιστατικό, μπουφές, λοφίσκος, βαλίτσα, θήκη, λόφος, ...
- жмых στα ελληνικά - κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Τυχαίες λέξεις
Утешать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρηγορώ, καταπραΰνω, παρηγοριά, καθησυχάζω, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
Μεταφράσεις: παρηγορώ, καταπραΰνω, παρηγοριά, καθησυχάζω, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των