Утешить στα ελληνικά
Μετάφραση: утешить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арретир στα ελληνικά - πιάνω, αρπάζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
- ворвань στα ελληνικά - πρησμένος, ιχθυέλαιο, κλαίω γοερά, λίπος, το λίπος
- вперёд στα ελληνικά - σε, εμπρός, μπρος, μπροστινός, προς τα εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, ...
- доцент στα ελληνικά - αναγνώστης, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια, αναπληρωτή καθηγητή, Επίκουρη Καθηγήτρια
Τυχαίες λέξεις
Утешить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
Μεταφράσεις: παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των