Утомить στα ελληνικά
Μετάφραση: утомить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, εξαντλώ, κουρασμένος, εξαντλημένος, κουράζω, κούραση, κόπος, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бакалея στα ελληνικά - παντοπωλείο, τροφίμων, παντοπωλείων, παντοπωλείου, παντοπωλεία
- гуще στα ελληνικά - παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
- дозвуковой στα ελληνικά - υποηχητικά, υποηχητικών, υποηχητική, υποηχητικής, τα υποηχητικά
- жалобщик στα ελληνικά - παραπονιάρης, παραπονούμενος, complainer, παραπονιάρικο, παραπονούμενο
Τυχαίες λέξεις
Утомить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, εξαντλώ, κουρασμένος, εξαντλημένος, κουράζω, κούραση, κόπος, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
Μεταφράσεις: κόπωση, εξαντλώ, κουρασμένος, εξαντλημένος, κουράζω, κούραση, κόπος, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό