Утончать στα ελληνικά
Μετάφραση: утончать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιγνός, αραιώνω, ψιλός, αραιός, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Μεταφράσεις
- воет στα ελληνικά - κραυγές, ουρλιάζει, ουρλιαχτά, howls, γρυλίσματα
- горделивость στα ελληνικά - καμάρι, μεγαλοπρέπεια, έπαρση, υπεροψία, αλαζονεία, μεγαλείο, αγερωτό, ...
- горняк στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, ελάχιστος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
- ехидство στα ελληνικά - μοχθηρία, πονηριά, χαιρεκακία, πικρία, οξύτητα, δριμύτητα, την πικρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Утончать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιγνός, αραιώνω, ψιλός, αραιός, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Μεταφράσεις: λιγνός, αραιώνω, ψιλός, αραιός, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές