Ухаживать στα ελληνικά
Μετάφραση: ухаживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χερούλι, μεταχειρίζομαι, βλέμμα, τρέχω, παραβλέπω, επιμελούμαι, παραγνωρίζω, νοσοκόμα, βάγια, φαίνομαι, βιασύνη, εμφάνιση, ορμή, περιποιούμαι, χειρίζομαι, κοιτάζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актинизм στα ελληνικά - ακτιβισμός, ακτινισμός, ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ
- внимательно στα ελληνικά - προσεκτικά, περιποιητικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
- вылежаться στα ελληνικά - ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
- движущийся στα ελληνικά - μηχανή, κινητός, συγκινητικός, κίνηση, κινούμενος, κινείται, διακινούνται, ...
Τυχαίες λέξεις
Ухаживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χερούλι, μεταχειρίζομαι, βλέμμα, τρέχω, παραβλέπω, επιμελούμαι, παραγνωρίζω, νοσοκόμα, βάγια, φαίνομαι, βιασύνη, εμφάνιση, ορμή, περιποιούμαι, χειρίζομαι, κοιτάζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Μεταφράσεις: χερούλι, μεταχειρίζομαι, βλέμμα, τρέχω, παραβλέπω, επιμελούμαι, παραγνωρίζω, νοσοκόμα, βάγια, φαίνομαι, βιασύνη, εμφάνιση, ορμή, περιποιούμαι, χειρίζομαι, κοιτάζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή