Учреждать στα ελληνικά
Μετάφραση: учреждать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φελλός, βρήκα, προάγω, προωθώ, τοποθετώ, εκτοξεύω, διαπιστώνω, συστήνω, καθελκύω, καθορισμένος, μορφή, αποτελώ, συγκροτώ, επιπλέω, καθιερώνω, εισάγω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анимализм στα ελληνικά - κτηνωδία, ζωικότητα, τη ζωικότητα
- бьеф στα ελληνικά - λιμνούλα, πισίνα, φτάνω, headwater
- вспять στα ελληνικά - υποστηρίζω, ενισχύω, καθυστερημένος, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, ...
- вылежаться στα ελληνικά - ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Τυχαίες λέξεις
Учреждать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φελλός, βρήκα, προάγω, προωθώ, τοποθετώ, εκτοξεύω, διαπιστώνω, συστήνω, καθελκύω, καθορισμένος, μορφή, αποτελώ, συγκροτώ, επιπλέω, καθιερώνω, εισάγω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Μεταφράσεις: φελλός, βρήκα, προάγω, προωθώ, τοποθετώ, εκτοξεύω, διαπιστώνω, συστήνω, καθελκύω, καθορισμένος, μορφή, αποτελώ, συγκροτώ, επιπλέω, καθιερώνω, εισάγω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει