Ушибить στα ελληνικά
Μετάφραση: ушибить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραδασμός, καρούμπαλο, κύρτωμα, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богемский στα ελληνικά - Βοημίας, Bohemian, μποέμικο, μποέμ, της Βοημίας
- валкий στα ελληνικά - επισφαλής, μανιβέλα, στρόφαλος, στροφάλου, στρόφαλο, μανιβέλας
- горностай στα ελληνικά - ερμίνα, ερμίνας, ερμελίνειος, ερμίνα γούνα, ικτίς
- гробовой στα ελληνικά - νεκρικός, φέρετρο, το φέρετρο, φέρετρου, φέρετρό, φερέτρου
Τυχαίες λέξεις
Ушибить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραδασμός, καρούμπαλο, κύρτωμα, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
Μεταφράσεις: κραδασμός, καρούμπαλο, κύρτωμα, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν