Ущемлять στα ελληνικά
Μετάφραση: ущемлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στύβω, παραβαίνω, κλέβω, τσιμπώ, ζουλώ, συνωστισμός, παραβιάζω, βουτώ, στριμώχνω, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβαίνουν, παράβαση του, αντιβαίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безындукционный στα ελληνικά - μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός
- десяток στα ελληνικά - δέκα, φροντίζω, δεκαετία, από δέκα, δεκάδα
- джип στα ελληνικά - τζιπ, τζίπ, Jeep, με τζιπ, το τζιπ
- досуг στα ελληνικά - ελεύθερος χρόνος, άνεση, αναψυχής, αναψυχή, ελεύθερο χρόνο
Τυχαίες λέξεις
Ущемлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στύβω, παραβαίνω, κλέβω, τσιμπώ, ζουλώ, συνωστισμός, παραβιάζω, βουτώ, στριμώχνω, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβαίνουν, παράβαση του, αντιβαίνει
Μεταφράσεις: στύβω, παραβαίνω, κλέβω, τσιμπώ, ζουλώ, συνωστισμός, παραβιάζω, βουτώ, στριμώχνω, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβαίνουν, παράβαση του, αντιβαίνει