Фактически στα ελληνικά

Μετάφραση: фактически, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχεδόν, πράγματι, δίκαια, αρκετά, ουσιαστικά, πραγματικά, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως
Фактически στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ввоз στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
  • воцарение στα ελληνικά - απόκτημα, άνοδος, ένταξη, προσχώρηση, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως
  • двучленный στα ελληνικά - δυαδικός, διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
  • деятельный στα ελληνικά - απασχολημένος, ενεργός, συνταρακτικός, ακμαίος, δραστήριος, ζωντανός, ενεργητικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Фактически στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχεδόν, πράγματι, δίκαια, αρκετά, ουσιαστικά, πραγματικά, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως