Фасонировать στα ελληνικά
Μετάφραση: фасонировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόδα, διαμορφώνω, σχηματίζω, πλάθω, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
Μεταφράσεις
- безмолвный στα ελληνικά - μουγγός, ακίνητος, γαλήνιος, σιωπηλός, εμβρόντητος, άναυδος, ήρεμος, ...
- давильня στα ελληνικά - πιεστήριο σταφύλιων, πατητήρι, πατητηριού, winepress, ληνόν
- джейн στα ελληνικά - Jane, Η Jane, Τζέιν, τη Jane, της Jane
- дремлющий στα ελληνικά - μαχμουρλής, νυσταγμένος, κοιμισμένος, αδρανές, αδρανοποιημένων, αδρανής, αδρανοποιημένα
Τυχαίες λέξεις
Фасонировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόδα, διαμορφώνω, σχηματίζω, πλάθω, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
Μεταφράσεις: μόδα, διαμορφώνω, σχηματίζω, πλάθω, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα