Γενίκευση στα αγγλικά
Μετάφραση: γενίκευση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
generalisation, generalization, prevalence, widespread introduction, generalization of, generalize
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: γενίκευση
prevalence
- επικράτηση
- γενίκευση
- επικράτηση ιδέων
- γενίκευση
Σχετικές λέξεις: γενίκευση
βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, γενίκευση λεξικό γλώσσας αγγλικά, γενίκευση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- γεμίζω στα αγγλικά - load, fill, stuff, contend in, I fill, fill it
- γενέθλια στα αγγλικά - birthday, Birthdays, a birthday, anniversary
- γενειοφόρος στα αγγλικά - bearded, a bearded, the bearded
- γενετικός στα αγγλικά - genetic, a genetic
Τυχαίες λέξεις
Γενίκευση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: generalisation, generalization, prevalence, widespread introduction, generalization of, generalize
Μεταφράσεις: generalisation, generalization, prevalence, widespread introduction, generalization of, generalize