Финансировать στα ελληνικά
Μετάφραση: финансировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
Μεταφράσεις
- блюсти στα ελληνικά - παρατηρώ, κρατώ, σεβασμός, τηρώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, σέβομαι, ...
- ботаник στα ελληνικά - βοτανολόγος, βοτανολόγο, βοτανολόγου, βοτανικός, ο βοτανολόγος
- бронзовый στα ελληνικά - ασύστολος, μπρούντζος, χάλκινο, χάλκινα, μπρούντζο, μπρούτζινο
- выдубить στα ελληνικά - βυρσοδεψώ, καφετί, μαύρισμα, μαυρίζω, vydubit
Τυχαίες λέξεις
Финансировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
Μεταφράσεις: ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance