Харкать στα ελληνικά

Μετάφραση: харкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεράκι, σούβλα, σούβλας, φτύνουν, φτύσιμο, οβελός
Харкать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аграрий στα ελληνικά - αγροτικός, αγροτική, αγροτικό, αγροτικής, αγροτικών
  • бесстрастие στα ελληνικά - ροχάλα, απάθεια, η απάθεια, απάθειας, απαθείας, νήψης
  • водяной στα ελληνικά - νερό, υγρός, ύδωρ, υδρόβιος, ποτίζω, νερουλός, υγρό, ...
  • вторично στα ελληνικά - πάλι, ξανά, δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
Τυχαίες λέξεις
Харкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεράκι, σούβλα, σούβλας, φτύνουν, φτύσιμο, οβελός