Хилый στα ελληνικά
Μετάφραση: хилый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεπτός, λιποθυμώ, αδύναμος, ισχνός, αμυδρός, εύθραυστος, μαλθακός, αδύνατος, ασθενικός, ανίσχυρος, ασήμαντος, φιλάσθενος, φίνος, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- австралийка στα ελληνικά - Αυστραλός, Αυστραλίας, της Αυστραλίας, αυστραλιανή, αυστραλιανό
- безумный στα ελληνικά - κουζουλός, τρελούτσικος, ανόητος, άρρωστος, μανιακός, τρελός, έξαλλος, ...
- вешалка στα ελληνικά - ράφι, εξέδρα, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα, κρεμάστρα, γόμφος, ...
- дивить στα ελληνικά - αποσβολώνω, ξαφνιάζω, έκπληξη, εκπλήσσω, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, έκπληξης, ...
Τυχαίες λέξεις
Хилый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεπτός, λιποθυμώ, αδύναμος, ισχνός, αμυδρός, εύθραυστος, μαλθακός, αδύνατος, ασθενικός, ανίσχυρος, ασήμαντος, φιλάσθενος, φίνος, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς
Μεταφράσεις: λεπτός, λιποθυμώ, αδύναμος, ισχνός, αμυδρός, εύθραυστος, μαλθακός, αδύνατος, ασθενικός, ανίσχυρος, ασήμαντος, φιλάσθενος, φίνος, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς