Хозяйствовать στα ελληνικά

Μετάφραση: хозяйствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευθύνω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Хозяйствовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барак στα ελληνικά - καλύβα, υπόστεγο, στρατώνας, στρατοπέδων, των στρατοπέδων, στρατώνα
  • бездорожный στα ελληνικά - roadless
  • беспорядочно στα ελληνικά - άνευ, χωρίς, άτακτα, άτακτη, ομαλές, μη ομαλές, ομαλής
  • врун στα ελληνικά - ψεύτης, ψεύτη, ψεύτρα, ψεύστης
Τυχαίες λέξεις
Хозяйствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευθύνω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε