Церковнослужитель στα ελληνικά
Μετάφραση: церковнослужитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργός, ιερέας, κληρικός, κληρικό, κληρικού, ιερέα, ιερωμένος
![Церковнослужитель στα ελληνικά Церковнослужитель στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-42621.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веснушки στα ελληνικά - φακίδες, πανάδες, τις φακίδες, φακίδων, πανάδων
- воспринимаемый στα ελληνικά - αισθητός, αντιληπτός, αισθητή, αντιληπτή, αντιληπτό
- вразнобой στα ελληνικά - discordantly
- джоббер στα ελληνικά - χρηματιστής, μεροκαματιάρης, jobber, εργάτης με το κομμάτι, μεσίτης
Τυχαίες λέξεις
Церковнослужитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, κληρικός, κληρικό, κληρικού, ιερέα, ιερωμένος
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, κληρικός, κληρικό, κληρικού, ιερέα, ιερωμένος