Церковный στα ελληνικά
Μετάφραση: церковный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνευματικός, εκκλησία, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антипод στα ελληνικά - αντιπόδας, αντίποδο, αντίποδου, αντίποδος, αντίποδά
- бомбардирует στα ελληνικά - βομβαρδίζει, βομβαρδίζουν, βομβαρδίζει τους, βομβαρδίζεται, βομβαρδίζει το
- вибратор στα ελληνικά - δονητής, δονητή, δόνησης, δονητού, δόνηση
- доверять στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, αναθέτω, έχω, διαπιστεύω, πιστεύω, εξουσιοδοτώ, έχε, ...
Τυχαίες λέξεις
Церковный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνευματικός, εκκλησία, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό
Μεταφράσεις: πνευματικός, εκκλησία, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό