Чванливый στα ελληνικά
Μετάφραση: чванливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπνικτικός, αλαζονικός, κενόδοξο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всеядный στα ελληνικά - παμφάγος, παμφάγοι, παμφάγα, παμφάγων, παμφάγο
- голословный στα ελληνικά - άδειος, τσίτσιδος, γυμνός, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
- жизнеспособный στα ελληνικά - υγιής, εφαρμόσιμος, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο
- жмых στα ελληνικά - κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Τυχαίες λέξεις
Чванливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπνικτικός, αλαζονικός, κενόδοξο
Μεταφράσεις: αποπνικτικός, αλαζονικός, κενόδοξο