Человек στα ελληνικά
Μετάφραση: человек, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πουλί, ανθρώπινος, ένας, ένορκος, ποσότητα, θύμα, κεφάλι, άνθρωπος, ψυχή, ατομικός, θανάσιμος, γρύλος, άνδρας, πόρνη, οπαδός, θνητός, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атаман στα ελληνικά - κύριος, φύλαρχος, ηγετικός, οπλαρχηγός, αρχηγός, οπλαρχηγού, οπλαρχηγό, ...
- бесследно στα ελληνικά - εντελώς, χωρίς ίχνος, χωρίς κανένα ίχνος, χωρίς ένα ίχνος, δίχως ίχνος
- гордыня στα ελληνικά - έπαρση, υπεροψία, αλαζονεία, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, την υπερηφάνεια, ...
- диковинный στα ελληνικά - μονός, θαυμάσιος, υπέροχος, τεράστιος, περίεργος, αξιοσημείωτος, παράξενος, ...
Τυχαίες λέξεις
Человек στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πουλί, ανθρώπινος, ένας, ένορκος, ποσότητα, θύμα, κεφάλι, άνθρωπος, ψυχή, ατομικός, θανάσιμος, γρύλος, άνδρας, πόρνη, οπαδός, θνητός, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις: πουλί, ανθρώπινος, ένας, ένορκος, ποσότητα, θύμα, κεφάλι, άνθρωπος, ψυχή, ατομικός, θανάσιμος, γρύλος, άνδρας, πόρνη, οπαδός, θνητός, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος