Чередование στα ελληνικά

Μετάφραση: чередование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασμοί, εναλλαγή, καθήκον, εναλλαγής, εναλλαγές, εναλλάξ, της εναλλαγής
Чередование στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аккомодация στα ελληνικά - ρύθμιση, κατάλυμα, στέγαση, καταλύματα, διαμονή, διαμονής
  • безмятежно στα ελληνικά - ήρεμα, γαλήνια, τη γαλήνια, γαλήνιος, γαλήνια ατμόσφαιρά του
  • галечник στα ελληνικά - βότσαλο, χαλίκι, χαλίκια, αμμοχάλικο, αμμοχάλικου, χώμα
  • гостеприимство στα ελληνικά - φιλοξενία, φιλοξενίας, τη φιλοξενία, της φιλοξενίας, την φιλοξενία
Τυχαίες λέξεις
Чередование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασμοί, εναλλαγή, καθήκον, εναλλαγής, εναλλαγές, εναλλάξ, της εναλλαγής