Шиковать στα ελληνικά
Μετάφραση: шиковать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάσμα, κατατάσσω, βαθμίδα, εμβέλεια, βαθμός, βαθμολογώ, διακυμαίνομαι, παρέλαση, παρέλασης, παρελαύνουν, την παρέλαση, παρελάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антрепренёр στα ελληνικά - των, από, του, της
- возмещение στα ελληνικά - γυρίζω, αποκατάσταση, επιστροφή, αμοιβή, ανάρρωση, αποζημίωση, αποπληρωμή, ...
- главк στα ελληνικά - κεντρικός, Γλαύκος, Γλαύκου, Ο Γλαύκος, Γλαύκο, του Γλαύκου
- грунтовать στα ελληνικά - γη, έδαφος, προσαράσσω, κηλίδα, στυπώματος, στύπωμα, κηλίδος, ...
Τυχαίες λέξεις
Шиковать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάσμα, κατατάσσω, βαθμίδα, εμβέλεια, βαθμός, βαθμολογώ, διακυμαίνομαι, παρέλαση, παρέλασης, παρελαύνουν, την παρέλαση, παρελάσουν
Μεταφράσεις: φάσμα, κατατάσσω, βαθμίδα, εμβέλεια, βαθμός, βαθμολογώ, διακυμαίνομαι, παρέλαση, παρέλασης, παρελαύνουν, την παρέλαση, παρελάσουν