Шкет στα ελληνικά
Μετάφραση: шкет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγόρι, παιδί, shket
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автобус στα ελληνικά - προπονητής, πούλμαν, άμαξα, προπονώ, λεωφορείο, λεωφορείων, λεωφορείου, ...
- барышничество στα ελληνικά - αισχροκέρδεια, κερδοσκοπία, κερδοσκοπίας, αισχροκέρδειας, την κερδοσκοπία
- волдырь στα ελληνικά - φούσκα, πρήξιμο, φουσκάλα, κραδασμός, καρούμπαλο, κύρτωμα, φλεγμονή, ...
- заблаговременный στα ελληνικά - προκαταρκτικός, καίριος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Τυχαίες λέξεις
Шкет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγόρι, παιδί, shket
Μεταφράσεις: αγόρι, παιδί, shket