Шок στα ελληνικά
Μετάφραση: шок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρούση, σοκ, κραδασμός, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азартный στα ελληνικά - επικίνδυνος, βίαιος, ευέξαπτος, σφοδρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, παράτολμες
- выверт στα ελληνικά - στροφή, στρίβω, σειρά, κάπαρη, πλοκή, καμπή, υπεκφυγή, ...
- гиря στα ελληνικά - βάρος, αναπηδώ, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
- дешифровать στα ελληνικά - αποκρυπτογραφώ, αποκρυπτογραφήσει, αποκρυπτογραφήσουν, αποκωδικοποιήσει, να αποκρυπτογραφήσει
Τυχαίες λέξεις
Шок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρούση, σοκ, κραδασμός, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Μεταφράσεις: κρούση, σοκ, κραδασμός, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock