Шпиговать στα ελληνικά
Μετάφραση: шпиговать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, εργασία, λαρδί, το λαρδί, λαρδιού, του saindoux, χοιρινό λίπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антропометрия στα ελληνικά - ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρίας, την ανθρωπομετρία, η ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρήσεις
- бороздчатый στα ελληνικά - furrowed, αυλάκια, αυλακωμένο, αυλακώνονται, με αυλάκια
- возмездие στα ελληνικά - πληρωμή, ανταπόδοση, ποινή, αντίποινα, αντεκδίκηση, εκδίκηση, πρόστιμο, ...
- гасиенда στα ελληνικά - αγρόκτημα, έπαυλις, Hacienda, χασιέντα, hacienda του
Τυχαίες λέξεις
Шпиговать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, εργασία, λαρδί, το λαρδί, λαρδιού, του saindoux, χοιρινό λίπος
Μεταφράσεις: δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, εργασία, λαρδί, το λαρδί, λαρδιού, του saindoux, χοιρινό λίπος